περιβιβρώσκω

περιβιβρώσκω
Α
1. κατατρώγω κάτι κυκλικά, δαγκώνω ολόγυρα
2. παθ. περιβιβρώσκομαι
α) τρώγομαι γύρω γύρω
β) κατατρώγομαι από πληγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + βιβρώσκω «τρώω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βιβρώσκω — (Α) Ι. 1. τρώγω, κατατρώγω II. ( ομαι) 1. τρώγομαι 2. (για δόντια) καταστρέφομαι, φθείρομαι 3. (για ψωμί) μουχλιάζω 4. καταβροχθίζομαι, αφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ήδη από την ομηρική εποχή μαρτυρούνται τύποι του θέματος του παρακμ. (βεβρωκώς,… …   Dictionary of Greek

  • περίβρωσις — ώσεως, ἡ, Α [περιβιβρώσκω] η έλκωση, το πλήγιασμα παντού …   Dictionary of Greek

  • περίβρωτος — ον, Α [περιβιβρώσκω] 1. αυτός που φέρει έλκη, πληγές 2. ο φαγωμένος ολόγυρα από τις πληγές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”